- αναγχιππώ
- ἀναγχιππῶ (-έω) (Α)με εξαναγκάζουν να υπηρετήσω ως ιππέας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από αμάρτ. αρχ. *ἀνάγχιππος. (Το ἀνάγχιπποι* που μαρτυρείται είναι μσν.) (πρβλ. ἀναγκοσιτῶ, ἀναγκοτροφῶ, ἀναγκοφαγῶ, ἀναγκοφορῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.